- ακρανιά
- η кизил (дерево)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακράνια — (acrania). Ζώα της υφομοταξίας των χορδωτών, που ανήκουν στην κατώτερη, μορφολογικά, βαθμίδα των σπονδυλωτών. Τα α., τα οποία εκπροσωπούνται κυρίως από τον αμφίοξο, δεν έχουν κρανίο αλλά μόνο νωτιαία χορδή, που φτάνει έως την μπροστινή άκρη του… … Dictionary of Greek
ακρανειά — η και ακρανιά η κρανειά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθ. + κρανειά (ή κρανιά)] … Dictionary of Greek
αμφιοξύς — ή αμφίοξος, ο Ζωολ. με την ονομασία αυτή είναι γνωστοί οι αντιπρόσωποι τής υποσυνομοταξίας Κεφαλοχορδωτά ή Ακράνια* (30 είδη περίπου), που ζουν στις τροπικές, υποτροπικές και εύκρατες θάλασσες. Τα Κεφαλοχορδωτά μαζί με την υποσυνομοταξία τών… … Dictionary of Greek
προχορδωτά — Ομάδα χορδωτών ζώων χωρίς κρανίο, στην οποία ανήκουν τα ουροχορδωτά ή χιτονόζωα, καθώς και τα κεφαλοχορδωτά. Τα π. είναι ζώα αμφιπλευροσυμμετρικά και θαλασσόβια. Το κεντρικό νευρικό τους σύστημα είναι τοποθετημένο στο νότιο τμήμα της νωτιαίας… … Dictionary of Greek
χορδωτά — Τύπος μεταζώων με αμφίπλευρη συμμετρία, το σώμα των οποίων διασχίζεται ολόκληρο ή κατά ένα μέρος –σε όλη τη ζωή τους ή μόνο στην εμβρυϊκή και νεανική περίοδο– από 3 αξονικά όργανα, που ακολουθούν πορεία από τη ράχη προς την κοιλιά και είναι: ο… … Dictionary of Greek